- αστροφεγγιά
- ηφεγγοβολιά των άστρων, όταν η νύχτα είναι ανέφελη και ασέληνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αστροφεγγιά — η 1. η ανταύγεια των άστρων 2. νύχτα ξάστερη χωρίς φεγγάρι … Dictionary of Greek
αστροβολώ — ( άω) (AM ἀστροβολῶ, έω) νεοελλ. 1. αστράφτω, ακτινοβολώ 2. απρόσ. αστροβολάει έχει αστροφεγγιά αρχ. 1. μαγεύω 2. ( ούμαι) ξεραίνομαι από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βολώ < βόλος, βολή < βάλλω] … Dictionary of Greek
αστρόφεγγος — η, ο 1. ο αστροφεγγής 2. το ουδ. ως ουσ. το αστρόφεγγο η αστροφεγγιά … Dictionary of Greek
ανταύγεια — η αντιφέγγισμα, λαμποκόπημα: Πολύ μεγάλη ήταν η ανταύγεια από την ανοιξιάτικη αστροφεγγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)